Το τρίτο και τελευταίο μέρος μίας εισαγωγής στην ενδιαφέρουσα θεωρία σχετικά με την ποιότητα μίας δημοκρατίας των Morlino και Diamond.

Ελευθερία, Ισότητα και Ικανότητα Ανταπόκρισης

Η ελευθερία μπορούμε να πούμε ότι αποτελείται από τρείς τύπους δικαιωμάτων, τα πολιτικά, τα ατομικά και τα κοινωνικά (ή κοινωνικοοικονομικά) δικαιώματα. Τα πολιτικά δικαιώματα συμπεριλαμβάνουν το δικαίωμα της ψήφου, της υποψηφιότητας για μία θέση, της υποστήριξης και της οργάνωσης ενός πολιτικού κόμματος. Τα δικαιώματα αυτά μπορούν να εξασφαλίσουν μία ενεργή πολιτική συμμετοχή, πολιτικό ανταγωνισμό και έτσι την κάθετη λογοδοσία.

Τα βασικά ατομικά δικαιώματα περιλαμβάνουν την ατομική ελευθερία και ασφάλεια, το απόρρητο της προσωπικής ζωής, την ελευθερία σκέψης, έκφρασης και πληροφόρησης, την θρησκευτική ελευθερία, την ελευθερία της συνάθροισης, συνεργασίας και οργάνωσης (στην οποία συμπεριλαμβάνεται το δικαίωμα της δημιουργίας και συμμετοχής σε εμπορικές ενώσεις και πολιτικά κόμματα), την ελευθερία στην μετακίνηση και του τόπου κατοικίας, καθώς και το δικαίωμα σε νομική υπεράσπιση και δίκαιη δίκη. Υπάρχει επίσης ένας αριθμός δικαιωμάτων τα οποία θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως «ατομικά οικονομικά δικαιώματα», τα οποία συμπεριλαμβάνουν όχι μόνο το δικαίωμα στην ιδιοκτησία και την επιχειρηματικότητα, αλλά επίσης δικαιώματα τα οποία συνδέονται με την εργασία, το δικαίωμα σε μία δίκαιη αμοιβή και άδεια, καθώς και το δικαίωμα των συλλογικών διαπραγματεύσεων.

Η διασφάλιση των πολιτικών και ατομικών δικαιωμάτων έχει ως θεσμικές προϋποθέσεις τη δικαιοσύνη και την οριζόντια λογοδοσία, οι οποίες εξετάστηκαν προηγουμένως και σε σχέση πάντα με τη συμμετοχή, τον ανταγωνισμό και την κάθετη λογοδοσία. Πρώτος και σημαντικότερος από τους παραπάνω θεσμούς είναι η ανεξάρτητη, ικανή και συνταγματικά κατοχυρωμένη δικαστική αρχή, μαζί με ένα ευρύτερο δικαστικό σύστημα (και κουλτούρα) τα οποία θα εγγυούνται το κράτος δικαίου. Τέλος, αν όπως είπε ο Βενιαμίν Φραγκλίνος, «η επαγρύπνηση είναι το αιώνιο τίμημα της ελευθερίας», τότε οι ίδιοι οι πολίτες – οργανωμένοι εκτός του κράτους σε μία κοινωνία των πολιτών και επικουρούμενοι από θεσμούς όπως τα ΜΜΕ – πρέπει να ενδιαφέρονται και να είναι έτοιμοι να υπερασπιστούν τα δικαιώματα, τις ελευθερίες και την πιστότητα των εκλογικών διαδικασιών.

Ισότητα. Πολλές από τις προηγούμενες διαστάσεις υπονοούν ή απαιτούν – και η ίδια η λέξη δημοκρατία το  προϋποθέτει – την πολιτική και νομική ισότητα όλων των πολιτών. Μία καλή δημοκρατία εξασφαλίζει πως κάθε πολίτης και ομάδα πολιτών έχει τα ίδια δικαιώματα και νομικές εξασφαλίσεις, καθώς επίσης ουσιαστική και σε λογικό βαθμό άμεση πρόσβαση στη δικαιοσύνη αλλά και την εξουσία. Μία ισχυρή απαγόρευση της μεροληψίας οφείλει να ελέγχει όλες τις προσπάθειες διάκρισης λόγω φύλου, φυλής, εθνικότητας, θρησκείας, πολιτικού προσανατολισμού και άλλων άσχετων συνθηκών.

Η ισότητα είναι ένα ιδεώδες το οποίο δεν μπορεί ποτέ να επιτευχθεί απολύτως, ακόμα και σε στενά πολιτικούς όρους. Όπως παρατηρεί ο Dietrich Rueschemeyer, άτομα και ομάδες με καλύτερη εκπαίδευση, ευκολότερη πρόσβαση σε πληροφορίες και μεγαλύτερους πόρους θα έχουν αναπόφευκτα μεγαλύτερη ισχύ στην διαμόρφωση του δημόσιου διαλόγου και των προτιμήσεων, καθώς και στον καθορισμό των επιλογών των ηγετών και των πολιτικών τους αποφάσεων. Παρόλο το ότι η δημοκρατία δεν απαιτεί ένα συγκεκριμένο σύνολο βασικών κοινωνικών ή οικονομικών πολιτικών επιλογών, στην πράξη προϋποθέτει έναν βαθμό πολιτικής ισότητας ο οποίος είναι ουσιαστικά αδύνατος αν οι οικονομικές ανισότητες γίνουν ιδιαίτερα ακραίες. Μία λύση της οποίας η αποδοχή αυξάνεται – αν οι νέες δημοκρατίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν ενδεικτικά – είναι ο περιορισμός των ανισοτήτων με την ανακήρυξη συγκεκριμένων αγαθών (όπως η υγεία, η εκπαίδευση, ένα ελάχιστο εισόδημα και άλλα) ως «κοινωνικά» δικαιώματα. Το πρόβλημα εδώ είναι πως, σε αντίθεση με τα «πρωταρχικά πολιτικά και ατομικά δικαιώματα» (“first generation”), τα οποία μπορούν να εξασφαλισθούν με «αρνητικό» τρόπο από το κράτος, το οποίο αφήνει τους πολίτες ελεύθερους και μένει εντός των ορίων του νόμου, τα κοινωνικά και οικονομικά δικαιώματα επιβαρύνουν την διακυβέρνηση με βαρύτατες θετικές οικονομικές απαιτήσεις προκειμένου να επιτευχθούν οι δαπανηροί αυτοί υλικοί στόχοι.

Πέρα από την πολιτική βούληση, η κύρια προϋπόθεση για την επέκταση των κοινωνικών δικαιωμάτων είναι οι απαραίτητοι οικονομικοί πόροι για την χρηματοδότηση των κοινωνικών πολιτικών και οι σοφά σχεδιασμένες στρατηγικές προκειμένου να επιτευχθούν πολιτικές ισότητας χωρίς να εμποδίζεται η ελευθερία και η αποδοτικότητα οι οποίες υποστηρίζουν την ευμάρεια πρωταρχικά. Η αποδοτικότητα απαιτεί οι διαθέσιμοι πόροι να κατευθύνονται όσο το δυνατόν περισσότερο προς επενδύσεις βασικών υποδομών και κυρίως το ανθρώπινο κεφάλαιο (δημόσια υγεία και εκπαίδευση), τα οποία θα αυξήσουν σταδιακά την παραγωγικότητα των χαμηλών οικονομικών στρωμάτων. Αυτό με την σειρά του απαιτεί τον έλεγχο της διαφθοράς και ως εκ τούτου ισχυρά ιδρύματα και μηχανισμούς οριζόντιας λογοδοσίας.

Όπως σημειώνει ο Rueschemeyer, το κλειδί της προώθησης λογικών μέτρων ενδυνάμωσης της ισότητας, ήταν ιστορικά οι αυτόνομες ομάδες και κόμματα τα οποία εκπροσωπούσαν οικονομικά ασθενείς τάξεις και ομάδες χαμηλού κύρους. Πιο συγκεκριμένα, ισχυρές και συνασπισμένες εμπορικές ενώσεις έπαιξαν ένα σημαντικό ρόλο στην επίτευξη της επέκτασης των οικονομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Είναι επίσης κρίσιμο να είναι σε θέση το νομικό σύστημα να προστατεύει τα πολιτικά και ατομικά δικαιώματα των υποδεέστερων και ευάλωτων ομάδων, να οργανώνονται, συναθροίζονται, διαμαρτύρονται, επηρεάζουν, υποστηρίζουν και ψηφίζουν σύμφωνα με τα ιδιαίτερα συμφέροντα τους.

Η ανταποκρισιμότητα είναι άμεσα συνδεδεμένη με την κάθετη λογοδοσία (και έτσι με την συμμετοχή και τον ανταγωνισμό) και με την σειρά της επηρεάζει τον βαθμό που οι πολίτες νιώθουν ικανοποιημένοι από την δημοκρατία. Όπως εξηγεί ο G. Bingham Powell Jr., οι δημοκρατικές κυβερνήσεις είναι ‘ανταποκρίσιμες’ όταν οι δημοκρατικές διεργασίες τις αναγκάζουν να «επιλέγουν και να υλοποιούν πολιτικές οι οποίες είναι επιθυμητές από τους πολίτες». Ο Powell διακρίνει τρία κρίσιμα στοιχεία στην αλυσίδα της δημοκρατικής ανταποκρισιμότητας. Πρώτον, οι επιλογές δομούνται με έναν τρόπο που να εκφράζουν τις διαφορετικές και πολυεπίπεδες προτιμήσεις των πολιτών σε συνεκτικούς, εθνικούς πολιτικούς σχεδιασμούς, οι οποίοι υποστηρίζονται από ανταγωνιστικά μεταξύ τους πολιτικά κόμματα. Δεύτερον, οι εκλογικές προτιμήσεις του εκλογικού σώματος μετουσιώνονται (με διαφορετικό τρόπο για κάθε χώρα) σε μία κυβέρνηση. Και τρίτον, οι εκλεγμένοι πολιτικοί (και όσοι διορίζονται από αυτούς) οφείλουν να ‘μεταφράσουν’ τις πολιτικές προτιμήσεις και τις δεσμεύσεις σε πραγματικές αποφάσεις και εφαρμοζόμενες πολιτικές.

Παρόλα αυτά, στον πραγματικό κόσμο η ανταποκρισιμότητα είναι περισσότερο πολύπλοκη ως διεργασία και δύσκολο να αποτιμηθεί. Ακόμα και πολίτες με υψηλή εκπαίδευση δεν είναι πάντα σε θέση να εκτιμήσουν το συμφέρον τους όταν οι πολιτικές επιλογές απαιτούν ειδικές γνώσεις και ικανότητες για να κατανοηθούν. Όπως εξηγεί ο Powell, όταν τα θέματα των εκλογικών εκστρατειών αφορούν πολλαπλές διαστάσεις, είναι δύσκολο για το κόμμα που θα επικρατήσει να έχει μία ξεκάθαρη εικόνα για το ποια είναι η εντολή που έχει από τους ψηφοφόρους του.

Οι συνθήκες που ευνοούν την ανταποκρισιμότητα είναι παρόμοιες με εκείνες που υποστηρίζουν την κάθετη λογοδοσία, δηλαδή κυρίως μία ισχυρή κοινωνία των πολιτών και ένα λειτουργικό κομματικό σύστημα. Βοηθά επίσης μία κυβέρνηση η οποία είναι σε θέση να μεταφράσει τις επιλογές των πολιτών (όταν αυτές είναι πλέον ξεκάθαρες) σε πολιτικές αποφάσεις και πρακτικές. Κάτι τέτοιο απαιτεί, σύμφωνα πάντα με τον Powell, μία ισχυρή και έντιμη κρατική γραφειοκρατία. Η ισχυρή οριζόντια λογοδοσία δεν μπορεί παρά να είναι επίσης ένας θετικός παράγοντας.

Υπάρχουν τουλάχιστον τρεις κατηγορίες αντικειμενικών ορίων όσο αφορά την ανταποκρισιμότητα. Οι πολιτικοί ηγέτες προσπαθούν να μεγιστοποιήσουν την δική τους αυτονομία και να διαμορφώσουν την αντίληψη των πολιτών σχετικά με τα συμφέροντα τους με τρόπους και μέσα που σκοπό έχουν να τους χειραγωγήσουν ή καταλήγουν να είναι ακόμα και δημαγωγικά. Η υπεύθυνη διακυβέρνηση – σε αντίθεση με την αμιγώς ανταποκρίσιμη – απαιτεί να θέτει κάποιος προτεραιότητες και να προχωρά σε δύσκολες επιλογές. Ακόμα και οι πλέον δημοκρατικοί και αφοσιωμένοι ηγέτες δεν είναι σε θέση να ικανοποιούν τους πάντες. Τέλος, η παγκοσμιοποίηση θέτει τους δικούς της περιορισμούς στην λαϊκή κυριαρχία. Κάποιοι από αυτούς είναι προϊόν υπερεθνικών κυβερνητικών οργανισμών όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ άλλοι, κυρίως στον αναπτυσσόμενο κόσμο, προέρχονται από οργανισμούς όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Παγκόσμια Τράπεζα κτλ.

Το σύστημα των δημοκρατικών ποιοτήτων

Έχουμε ήδη παρουσιάσει οκτώ διαφορετικές διαστάσεις της ποιότητας μίας δημοκρατίας. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για οκτώ διαφορετικές «ποιότητες» της δημοκρατίας και να εξετάσουμε τον βαθμό ανάπτυξης κάθε μίας ξεχωριστά. Όπως όμως έχουμε ήδη υπογραμμίσει, οι διαφορετικές αυτές διαστάσεις αλληλοεπιδρούν ισχυρά μεταξύ τους και ενδυναμώνουν η μία την άλλη, αποτελώντας εν τέλει ένα σύστημα. Παρόλο που είναι δυνατό να ορίσουμε διαφορετικούς τύπους δημοκρατιών χαμηλής ποιότητας, οι οποίες παρουσιάζουν ελλείμματα σε διαφορετικές διαστάσεις, οι διαστάσεις αυτές είναι στενά συνδεδεμένες και τείνουν να κινούνται μαζί, είτε προς μία κατεύθυνση δημοκρατικής προόδου είτε προς έναν δημοκρατικό εκφυλισμό. Όπου συναντάμε δημοκρατίες ιδιαίτερα αδύναμες σε κάποιες διαστάσεις, όπως για παράδειγμα την ελευθερία και το κράτος δικαίου, τείνουν να παρουσιάζουν αξιοσημείωτες ανεπάρκειες και στις άλλες διαστάσεις.

Η διασύνδεση και η αλληλοεπικάλυψη των παραπάνω διαστάσεων είναι τόσο πυκνή που συχνά είναι δύσκολο να ορίσουμε που σταματά κάποια από αυτές και που ξεκινά κάποια άλλη. Χωρίς εκτεταμένη προστασία και διεύρυνση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων, πολλοί πολίτες δεν θα είναι σε θέση να συμμετέχουν στις πολιτικές διεργασίες, τόσο εντός της εκλογικής αρένας όσο και εκτός αυτής. Έτσι, σε αυτή την περίπτωση, η κάθετη λογοδοσία εξασθενεί σημαντικά. Για να αποφύγουμε τους παραπάνω κινδύνους δεν αρκεί μόνο η προστασία έναντι οποιασδήποτε εκλογικής νοθείας και φαινομένων βίας ή εκφοβισμού κατά την διάρκεια των εκλογών, αλλά επίσης η αποφυγή λιγότερο εμφανών απομειώσεων των εκλογικών δικαιωμάτων, όπως για παράδειγμα η ισότιμη, σε κάποιο βαθμό, πρόσβαση στην χρηματοδότηση και τα ΜΜΕ. Αν λόγω των συσσωρευμένων και άδικων προνομίων που το κυβερνών κόμμα έχει στην διάθεση του, οι ψηφοφόροι δεν είναι σε θέση να εκφράσουν την δυσαρέσκεια τους για τους πολιτικούς που κυβερνούν σε πολιτική υποστήριξη της αντιπολίτευσης, ή αν οποιοδήποτε κόμμα (που κυβερνά ή όχι) είναι σε θέση να επιβληθεί στους αντιπάλους του και να περιορίσει την διάδοση των προτάσεων τους μέσω υπέρογκων χρηματοδοτήσεων και προνομιακής πρόσβασης στα ΜΜΕ, η εκλογική διάσταση της κάθετης λογοδοσίας χάνει την λειτουργικότητα και ισχύ της. Έτσι, αν οι πολίτες δεν είναι σε θέση να ελέγχουν αποτελεσματικά τους αντιπροσώπους τους μέσω των εκλογών και να επιλέγουν ως κυβέρνηση μία αντιπολίτευση της οποίας τις πολιτικές προτιμούν, ένας σημαντικός κρίκος στην αλυσίδα της ανταποκρισιμότητας έχει διαρραγεί.

Τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα είναι κρίσιμα στοιχεία όσο αφορά την ενεργή συμμετοχή των πολιτών και τον ανταγωνισμό των κομμάτων, των ειδικών συμφερόντων και άλλων οργανισμών. Τα παραπάνω οδηγούν σε αύξηση της ισχύος της κάθετης λογοδοσίας και της ικανότητας ανταπόκρισης των κυβερνόντων. Είναι επίσης απαραίτητα για την καλή λειτουργία της οριζόντιας λογοδοσίας, αφού οι κρατικές υπηρεσίες μέσω των οποίων υλοποιούνται, γίνονται περισσότερο ενεργητικές και αποτελεσματικές όταν ενισχύονται και δέχονται πληροφορίες από οργανισμούς της κάθετης λογοδοσίας, όπως είναι τα ΜΜΕ, οι ΜΚΟ και άλλοι φορείς της κοινωνίας των πολιτών.

Τίποτα από αυτά δεν είναι δυνατόν χωρίς κράτος δικαίου, στο οποίο ένα αμερόληπτο δικαστικό σώμα επιβεβαιώνει τα δικαιώματα των πολιτών και απαγορεύει και τιμωρεί κάθε προσπάθεια παραβίασης των θεσμικών μηχανισμών που αφορούν τόσο την οριζόντια όσο και την κάθετη λογοδοσία. Το κράτος δικαίου δεν μπορεί να διατηρηθεί και δεν μπορούμε να προλάβουμε και να περιορίσουμε την κατάχρηση εξουσίας χωρίς ισχυρούς μηχανισμούς οριζόντιας λογοδοσίας. Ταυτόχρονα, οι μηχανισμοί αυτοί εξασφαλίζουν πως οι ανταγωνιστικές εκλογικές διαδικασίες και οι μηχανισμοί κάθετης λογοδοσίας δεν θα αποδυναμωθούν ή παρακαμφθούν. Την ίδια στιγμή, οι ενεργοί πολίτες, ψηφίζοντας στις εκλογές και δραστηριοποιούμενοι με μια πληθώρα τρόπων εντός της κοινωνίας των πολιτών, αποτελούν την τελευταία γραμμή άμυνας ενάντια σε προσπάθειες αποδυνάμωσης του κράτους δικαίου και των πρακτικών χρηστής διακυβέρνησης.

Είναι αλήθεια πως όλα τα καλά δεν μπορούν να υπάρξουν ταυτόχρονα και χωρίς προβλήματα. Για παράδειγμα, μία κυβέρνηση που ανταποκρίνεται ιδιαίτερα επιτυχημένα στις επιθυμίες της πλειοψηφίας μπορεί να μπει στον πειρασμό να μην λάβει υπόψη της θέματα τα οποία αφορούν μία μειονότητα ή ακόμα και να προχωρήσει στην στέρηση κάποιων δικαιωμάτων της. Η μεγιστοποίηση των διαδικαστικών διαστάσεων της λαϊκής κυριαρχίας (συμμετοχή, ανταγωνισμός και κάθετη λογοδοσία) μπορεί κάποιες φορές να αποδειχθεί κακή για την ελευθερία και την ισότητα. Έτσι μια δημοκρατία υψηλής ποιότητας δεν πετυχαίνει πάντα την υψηλότερη βαθμολογία για κάθε διάσταση της δημοκρατικής ποιότητας, αλλά αντίθετα παρουσιάζει μία ισορροπία δημοκρατικών αρετών οι οποίες βρίσκονται σε δυναμική σχέση μεταξύ τους. ‘Όπως έχει σημειώσει ο Guillermo O’Donnell, οι πολυαρχίες (ή αντίστοιχα οι ποιοτικές και ισχυρές δημοκρατίες) «αποτελούν την πολύπλοκη σύνθεση τριών ιστορικών ρευμάτων και παραδόσεων, της δημοκρατίας, του φιλελευθερισμού και του ρεπουμπλικανισμού». Υπό αυτό το πρίσμα, οι πολίτες και οι οργανώσεις τους συμμετέχουν και ανταγωνίζονται προκειμένου να επιλέξουν και να αντικαταστήσουν τους ηγέτες τους, καθώς επίσης να τους αναγκάσουν να ανταποκριθούν στις επιθυμίες τους. Αυτό αποτελεί το δημοκρατικό στοιχείο. Το φιλελεύθερο στοιχείο προστατεύει τα δικαιώματα των ατόμων κα των ομάδων μέσω του νόμου, με το ρεπουμπλικανικό (διαμέσου μη-αιρετών οργάνων οριζόντιας λογοδοσίας) να επιβάλλει την κυριαρχία του νόμου και να εξασφαλίζει το ότι οι δημόσιοι λειτουργοί εργάζονται υπέρ του δημόσιου συμφέροντος. Οι καλές δημοκρατίες εξισορροπούν και ενσωματώνουν τις τρεις διαφορετικές αυτές παραδόσεις. Επιπλέον, καταφέρνουν το παραπάνω με τον δικό τους μοναδικό συνδυασμό και θεσμικό σχεδιασμό, υπενθυμίζοντας μας πως η δημοκρατική ποιότητα είναι μία μη αυστηρά ορισμένη και πλουραλιστική ιδέα, η οποία διαμορφώνεται από τις κανονιστικές επιλογές της κάθε κοινωνίας.

Φυσικά παραμένουν επίμονα φιλοσοφικά και εμπειρικά ερωτήματα. Θα έχει ως αποτέλεσμα μία υψηλής ποιότητας δημοκρατία, αντίστοιχα υψηλής ποιότητας αποτελέσματα και την ικανοποίηση των πολιτών; Θα μπορούσε μία βελτίωση στην ποιότητα της δημοκρατίας να αναστρέψει την, σε πολλές χώρες, αύξουσα δυσαρέσκεια των δημοκρατικών πολιτών; Μία κυβέρνηση θα μπορούσε να πετυχαίνει υψηλές αποδόσεις στις οκτώ διαστάσεις της δημοκρατίας και παρόλα αυτά να μην ικανοποιεί πλήρως τους περισσότερους από τους πολίτες. Κάτι τέτοιο μπορεί να ισχύει για μία πληθώρα λόγων. Πρώτον, όπως σημειώσαμε και παραπάνω, οι πολίτες δεν μπορούν να ξέρουν πάντα ποια θα είναι τα αποτελέσματα των επιλεγμένων πολιτικών αποφάσεων, ακόμα και αυτών που όλοι συμφωνούν πως πρέπει να επιλεχθούν, όπως είναι η οικονομική ευμάρεια και σταθερότητα ή η ελαχιστοποίηση της ανεργίας. Δεύτερο, ζούμε σε μία εποχή και περιοχές που τα νέα και οι πληροφορίες φτάνουν στους πολίτες με πρωτοφανή ταχύτητα και έντονο ανταγωνισμό για επικοινωνιακή επικράτηση, δημιουργώντας μία ροπή προς τον εντυπωσιασμό και την αρνητική αποτύπωση στα ΜΜΕ. Έτσι οι αδυναμίες και οι αποτυχίες της δημοκρατίας εμφανίζονται περισσότερο συχνά και με πιο σκανδαλώδες τρόπο από ό,τι θα συνέβαινε μερικά χρόνια πριν. Τρίτον, όπως έχουμε ήδη τονίσει, η ανταποκρισιμότητα σε μία δημοκρατία είναι εγγενώς πολύπλοκη και πολυδιάστατη. Με την πληθώρα των διαφορετικών συμφερόντων εντός μίας κοινωνίας, ικανά να εκφράζονται με τόσους διαφορετικούς τρόπους, είναι αδύνατο σε μία κυβέρνηση να ανταποκρίνεται σε όλες τις απαιτήσεις και επιθυμίες. Η δημοκρατία έχει σχέση με τον ανταγωνισμό και την επιλογή, έτσι οι χαμένοι αναμένεται να είναι δυσαρεστημένοι, τουλάχιστον προσωρινά.

Ωστόσο, συνεχίζουμε να πιστεύουμε πως τουλάχιστον ένας μέρος της παρούσας απογοήτευσης σχετικά με την δημοκρατία αφορά διαδικασίες και θεσμούς. Προέρχεται όχι μόνο από την αύξηση των δεδομένων και των πληροφοριών σχετικά με τις αστοχίες της δημοκρατίας, αλλά επίσης από τις αυξημένες προσδοκίες των πολιτών από την δημοκρατία όσο αφορά θεμελιώδη και διαδικαστικά θέματα, καθώς επίσης και την ευστοχία των αποτελεσμάτων της. Πιστεύουμε ότι αρμόζει στους δημοκρατικούς πολίτες, οι οποίοι είναι όλο και περισσότερο ενημερωμένοι και συνειδητοποιημένοι, να απαιτούν περισσότερους τρόπους συμμετοχής, μεγαλύτερη λογοδοσία, διαφάνεια και ανταγωνιστικότητα, ένα ισχυρότερο κράτος δικαίου, περισσότερη ελευθερία και ισότητα και περισσότερο ανταποκρίσιμη διακυβέρνηση. Στην πραγματικότητα, πιστεύουμε πως η μακρά ιστορική εξέλιξη της δημοκρατίας είναι ενδεικτική του ότι, αν οι πολίτες υποστηρίξουν με ουσιαστικό τρόπο την επιθυμία για μία δημοκρατία υψηλότερης ποιότητας, αυτό σταδιακά – αν και ποτέ πλήρως – θα επιτευχθεί.”

Μετάφραση και επιμέλεια Βουρλής Πέτρος

Η ποιότητα μίας δημοκρατίας (III)

Ένα σχόλιο στο Η ποιότητα μίας δημοκρατίας (III)

  • 07/03/2017 στο 6:43 μμ
    Σύνδεσμος

    Τα τρία άρθρα για την ποιότητα της δημοκρατίας είναι εξαιρετικά εμπεριστατωμένα. Υπάρχει, ωστόσο, ένα πρόβλημα. Η μετάφραση μπορεί να δημιουργεί σύγχυση, χωρίς να φταίει ο μεταφραστής. Π.χ. στη γλώσσα μας υπάρχει ανταγωνισμός και άμιλλα. Δεν ξέρω να υπάρχουν αντίστοιχες διαφορετικές λέξεις σε ξένες γλώσσες. Οι έννοιες όμως είναι πολύ διαφορετικές. Ο ανταγωνισμός στην παλαίστρα σημαίνει ότι καθένας αγωνίζεται κατά του άλλου και ο ένας θα νικήσει και ο άλλος θα ηττηθεί. Τρίτη λύση δεν υπάρχει. Η άμιλλα στο στίβο σημαίνει ότι ένας αγωνίζεται εναντίον ενός στόχου και όχι εναντίον των άλλων, που μπορεί να είναι πολλοί ή και να αγωνίζεται μόνος του. Νικητής είναι εκείνος με τη μεγαλύτερη επίδοση, ηττημένος εκείνος που δεν έφτασε στο στόχο (ο μαραθωνοδρόμος που δεν μπόρεσε να τερματίσει) οι υπόλοιποι δεν είναι ούτε νικητές (ένας είναι ο νικητής), αλλά ούτε και ηττημένοι, αφού πέτυχαν το στόχο τους. Άλλη σύγχυση υπάρχει μεταξύ ρεπούμπλικας (λατινικά res publica) και δημοκρατίας. Οι σύγχρονες δυτικού τύπου “δημοκρατίες” είναι ρεπούμπλικες, όχι δημοκρατίες. Π.χ. République française. Ο Αριστοτέλης όμως δίνει σαφή ορισμό. Τα πολιτεύματα είναι μοναρχίες, ολιγαρχίες και δημοκρατίες. Στις δημοκρατίες οι άρχοντες κληρώνονται, ενώ στις ολιγαρχίες εκλέγονται. Κατά τα άλλα, η σειρά των άρθρων είναι πολύ διαφωτιστική. Η κλήρωση για τις θέσεις που δεν απαιτούν εξειδικευμένες γνώσεις λύνει αυτόματα πολλά από τα θιγόμενα προβλήματα.

    Απάντηση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

3  +  1  =