Pers Hrysogonos Kostas 01a 200x117

«ΝΑΙ σε εκδημοκρατισμό, ΝΑΙ σε δημοψηφίσματα με πρωτοβουλία πολιτών, ΟΧΙ σε αλλαγές πέραν των μη αναθεωρητέων διατάξεων»

Στην προσπάθειά μας ν’ ανοίξει ευρύς δημόσιος διάλογος σχετικά με την αναγκαιότητα ριζικών αλλαγών στο Σύνταγμα, η Πρωτοβουλία απευθύνεται στον πνευματικό κόσμο της χώρας και σ’ ολόκληρο τον ελληνικό λαό.

Στο πλαίσιο αυτό απευθυθήκαμε στον καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου του ΑΠΘ κ. Κώστα Χρυσόγονο και του θέσαμε οκτώ ερωτήματα. Τον ευχαριστούμε θερμά για την άμεση ανταπόκρισή του και τις ενδιαφέρουσες απαντήσεις που μας έστειλε.

ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ: Ορισμένοι πολίτες πιστεύουν σχετικά με το ισχύον Σύνταγμα ότι δεν φταίει το ίδιο αλλά οι πολιτικοί που δεν το εφαρμόζουν σωστά. Άλλοι όμως πιστεύουν ότι εκτός των ευθυνών του πολιτικού προσωπικού, και το ίδιο το Σύνταγμα εμφανίζει σοβαρά προβλήματα και πρέπει να γίνουν σημαντικές αλλαγές σ’ αυτό. Με ποιάν από τις δύο απόψεις τάσσεστε και ποιες αλλαγές προτείνετε να γίνουν; 

Κ. ΧΡΥΣΟΓΟΝΟΣ:  Σε γενικές γραμμές το ισχύον Σύνταγμα ήταν ένα κείμενο ικανοποιητικό για την εποχή της θέσπισής του, το οποίο σηματοδότησε το τέλος της εποχής του στρατοκρατικού αυταρχισμού το 1974. Για διαφορετικούς όμως λόγους, που συνδέονται κυρίως με τις παθογένειες του ελληνικού πολιτικού συστήματος και τις εγγενείς τάσεις δυναστισμού, φαίνεται πως σήμερα έχει εξαντλήσει τη φέρουσα ικανότητά του, και πρέπει να αναδιαταχθεί για να ρυθμίσει μια νέα πραγματικότητα εκτός της κανονικότητάς μας. Τα προβλήματα του συνταγματικού κειμένου προέκυψαν δηλαδή επειδή οι βιοτικές-πολιτικές σχέσεις που αυτό ρυθμίζει τράπηκαν άρδην και μεταμορφώθηκαν. Χρειαζόμαστε μια ανανέωση σε βάθος του πολιτικού σκηνικού, ώστε να επιτευχθεί ένας πραγματικός εκδημοκρατισμός της χώρας, πολύ βαθύτερος από την μεταπολίτευση του 1974. Όλα αυτά αποτελούν βέβαια πρώτιστα ζήτημα πολιτικού πολιτισμού. Ωστόσο προς την ίδια κατεύθυνση θα μπορούσε να συμβάλει μια ριζική συνταγματική μεταρρύθμιση, μέσω μιας αναθεώρησης του Συντάγματος εντελώς διαφορετικής από τις προηγούμενες (του 1986, 2001 και 2008), η οποία θα αποσκοπούσε στην αναδόμηση της πολιτικής τάξης, των πολιτικών θεσμών και της δικαιοσύνης. Μια τέτοια αναθεώρηση θα έπρεπε να περιλάβει τουλάχιστον δώδεκα αλλαγές στο ισχύον Σύνταγμα.

α) Πρώτη αλλαγή θα έπρεπε να είναι η καθιέρωση ενός ανώτατου ορίου συνολικής βουλευτικής θητείας, η υπέρβαση του οποίου θα συνεπάγεται αυτοδίκαια κώλυμα τόσο για την υποβολή νέας υποψηφιότητας όσο και για την εκλογή ως βουλευτή κάθε προσώπου που έχει υπερβεί ήδη το όριο αυτό (με σχετική προσθήκη νέας παραγράφου 5 στο άρθρο 56 του Συντάγματος). Συζητήσιμο είναι το ακριβές ύψος του ορίου (ίσως κάπου μεταξύ 10 και 15 ετών) όπως και η τυχόν πρόβλεψη μεταβατικών ρυθμίσεων για τους εν ενεργεία βουλευτές. Το κώλυμα τούτο θα έπρεπε πάντως να είναι απόλυτο (δηλ. να μην αίρεται με κανένα τρόπο για το υπόλοιπο του βίου) και γενικό (δηλ. να ισχύει για όλες τις εκλογικές περιφέρειες της χώρας). Θα μπορούσε έτσι να παρεμποδιστεί, σε κάποιον βαθμό, η «επαγγελματοποίηση» των πολιτικών και η μετατροπή τους σε μια ιδιαίτερη, ημίκλειστη κοινωνική κατηγορία, με οιονεί «αριστοκρατικά» χαρακτηριστικά.

β) Δεύτερη αλλαγή στο συνταγματικό μας κείμενο, σε συνέχεια και συμπλήρωση της προηγούμενης, θα έπρεπε να είναι η αναθεώρηση της παρ. 2 του άρθρου 81, έτσι ώστε στο εξής κανείς να μη μπορεί να διοριστεί μέλος της κυβέρνησης ή υφυπουργός, αν δεν είναι (εν ενεργεία) βουλευτής. Θα εξέλιπε έτσι το φαινόμενο των «δοτών» υπουργών και υφυπουργών, που καταλαμβάνουν τις θέσεις αυτές χωρίς να έχουν υποστεί επιτυχώς τη βάσανο της διεκδίκησης της λαϊκής ψήφου, με «απευθείας ανάθεση» από τον πρωθυπουργό – κομματικό ηγεμόνα, και συνεπώς δεν εκφράζουν παρά μόνο την αυθαιρεσία του τελευταίου. Το κυριότερο όμως είναι ότι ο συνδυασμός του κωλύματος εκλογιμότητας, μετά τη συμπλήρωση ενός χρονικού ορίου βουλευτικής θητείας, με την απαγόρευση να διορισθεί μέλος της κυβέρνησης (άρα και πρωθυπουργός) όποιος δεν έχει τη βουλευτική ιδιότητα θα καθιστούσε πρακτικά ανέφικτη την πολυετή κατοχή του πρωθυπουργικού θώκου από το ίδιο πρόσωπο. Τούτο θα συνιστούσε στο εξής ογκώδες εμπόδιο για τη διαχρονική ταύτιση των κομμάτων εξουσίας με συγκεκριμένα πρόσωπα και/ή πολιτικές δυναστείες.

γ) Τρίτη προτεινόμενη αλλαγή είναι η κατάργηση του άρθρου 86 του Συντάγματος στο σύνολό του. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού αναθέτουν αποκλειστικά στη Βουλή την πρωτοβουλία για τον καταλογισμό ποινικής ευθύνης στα μέλη της κυβέρνησης και τους υφυπουργούς για αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, κατά παρέκκλιση από τις ποινικές διατάξεις που ισχύουν για όλους τους υπόλοιπους Έλληνες και θα εφαρμόζονταν και για τους υπουργούς, αν δεν υφίστατο το άρθρο 86 Συντ.

δ) Η τέταρτη αλλαγή θα έπρεπε να είναι η περιστολή του ακαταδίωκτου του βουλευτή, η εφαρμογή του οποίου έχει οδηγήσει στην πράξη σε πλήρη ποινική ασυδοσία, αφού η Βουλή δεν παρέχει σχεδόν ποτέ άδεια δίωξης, ακόμη και για αξιόποινες πράξεις καταφανώς άσχετες με την πολιτική δραστηριότητα των μελών της. Τούτο είχε ως συνέπεια καταδίκες της Ελλάδας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για παραβίαση του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο των εκάστοτε αντιδίκων των βουλευτών, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Ένα αντίδοτο εδώ θα μπορούσε να είναι η προσθήκη νέας παραγράφου στο άρθρο 62 του Συντάγματος, περίπου κατά το πρότυπο του άρθρου 57 του αυστριακού Συντάγματος. Το τελευταίο καθιερώνει, στην παρ. 2, τον γενικό κανόνα του ακαταδίωκτου των μελών της αυστριακής Εθνοσυνέλευσης για ποινικά αδικήματα αν δεν προηγηθεί άδεια του σώματος, αλλά κατ’ εξαίρεση η παρ. 3 επιτρέπει στις αρμόδιες (εισαγγελικές) αρχές την άσκηση δίωξης χωρίς τέτοια άδεια όταν πρόκειται για αξιόποινη πράξη που καταφανώς στερείται κάθε συνδέσμου (offensichtlich in keinem Zusammenhang steht) με την πολιτική δραστηριότητά τους. Παρέχεται ωστόσο στον κατηγορούμενο και σ’ αυτή την περίπτωση η δυνατότητα να ζητήσει από την Εθνοσυνέλευση να αποφανθεί αντίθετα. Επιπρόσθετα θα μπορούσε να προβλεφθεί στο άρθρο 62 του Συντάγματος ότι η Βουλή αποφασίζει πάντοτε με ονομαστική ψηφοφορία, κι όχι απλώς με ανάταση χεριού ή έγερση και κατ’ εξαίρεση ονομαστικά, όπως προβλέπεται σήμερα (άρθρο 83 παρ. 7 Κώδικα Κανονισμού της Βουλής- Κοινοβ. Μέρος), προκειμένου οι βουλευτές να επιβαρύνονται ατομικά, κατά τον πλέον πανηγυρικό τρόπο, με το πολιτικό κόστος αρνήσεων παροχής της άδειας με συντεχνιακά κριτήρια.

ε) Το πέμπτο σημείο μιας συνταγματικής αναθεώρησης με στόχο τη ριζική μεταβολή του τρόπου λειτουργίας του πολιτικού μας συστήματος θα ήταν η καταπολέμηση του φαινομένου της κατ’ ουσία εξαγοράς βουλευτικών εδρών από υποψήφιους που δαπανούν υπέρογκα χρηματικά ποσά στην προεκλογική τους εκστρατεία. Οι σχετικές διατάξεις των εδ. γ΄ και δ΄ της παρ. 2 του άρθρου 29 Συντ. έχουν καταστεί ανενεργές στην πράξη, αφού το προβλεπόμενο ειδικό όργανο, δηλ. η μικτή (από βουλευτές και δικαστές) επιτροπή του άρθρου 11 ν. 3023/2002 δεν ανταποκρίνεται στην αποστολή του  και δεν μπορεί ν’ ανταποκριθεί σ’ αυτή, για αντικειμενικούς λόγους (πλειοψηφία των κοινοβουλευτικών μελών, έλλειψη ειδικών γνώσεων και μη αποκλειστική απασχόληση των μελών, ανυπαρξία εξειδικευμένου βοηθητικού – ελεγκτικού προσωπικού). Έστω όμως κι αν η επιτροπή ανασυγκροτηθεί και καταστεί λειτουργικότερη με πρωτοβουλία του κοινού νομοθέτη, δεν αποτελεί επαρκή εγγύηση για τον έλεγχο των εκλογικών δαπανών χιλιάδων υποψηφίων βουλευτών. Θα έπρεπε συνεπώς να προβλεφθεί, με την προσθήκη σχετικής νέας παραγράφου 5 στο άρθρο 57 του Συντάγματος, η δυνατότητα υποβολής ένστασης από όποιον έχει έννομο συμφέρον ενώπιον του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου (ή του Συνταγματικού Δικαστηρίου, εφόσον ιδρυθεί τέτοιο και επιφορτισθεί και με τις σημερινές αρμοδιότητες του ΑΕΔ, βλ.παρακάτω V) και έκπτωσης από το βουλευτικό αξίωμα με απόφαση του τελευταίου, εφόσον ο βουλευτής έχει υπερβεί το νομοθετικά καθοριζόμενο όριο εκλογικών δαπανών.

στ) Έκτο σημείο είναι η εξαφάνιση, πέρα από τους «δοτούς» υπουργούς, και των «δοτών» βουλευτών, δηλαδή η κατάργηση της παρ. 3 του άρθρου 54 Συντ. και του θεσμού των βουλευτών «επικρατείας». Η ύπαρξη βουλευτών δύο ταχυτήτων ενισχύει τα ηγεμονικά καθεστώτα μέσα στα πολιτικά κόμματα, αφού στην πράξη η κατάρτιση του ψηφοδελτίου «επικρατείας» αποτελεί αποκλειστικό προνόμιο του αρχηγού του κόμματος  και, στην περίπτωση των κομμάτων εξουσίας, καταλήγει σε απευθείας ανάθεση βουλευτικού αξιώματος σε πρόσωπα της εμπιστοσύνης του. Συνεπώς η κατάργηση των βουλευτών Επικρατείας μπορεί να συμβάλει στον εκδημοκρατισμό του πολιτικού μας συστήματος.

ζ) Η έβδομη, από τις συνολικά δώδεκα, προτεινόμενη αλλαγή αφορά την καρδιά του πολιτικού συστήματος, τα πολιτικά κόμματα. Τα κόμματα εξουσίας, όχι μόνο διακρίνονται για το έλλειμμα εσωκομματικής δημοκρατίας, αλλά και γενικότερα βρίσκονται σε πορεία αποθέσμισης (αφού τα καταστατικά τους εφαρμόζονται επιλεκτικά και πάντως όχι σε ό,τι αφορά τις κρίσιμες πολιτικές αποφάσεις και έτσι προσλαμβάνουν προσχηματικό χαρακτήρα ). Το κομβικό αυτό ζήτημα δεν μπορεί βέβαια να αντιμετωπισθεί ούτε αποκλειστικά ούτε καν κατά κύριο λόγο με συνταγματικές ή νομοθετικές ρυθμίσεις, αφού η οργάνωση και λειτουργία των κομμάτων αντανακλά προεχόντως τον πολιτικό πολιτισμό μιας χώρας. Παρά ταύτα, ακόμη και σήμερα η εσωκομματική δημοκρατία πρέπει να θεωρηθεί ότι είναι συνταγματικά κατοχυρωμένη (στο άρθρο 29 παρ. 1 εδ. α΄ Συντ.) αρχή, παραπληρωματικά προς την αρχή της μη επέμβασης του κράτους στα εσωτερικά των κομμάτων. Έτσι, το εδ. α΄  της παρ. 1 του άρθρου 29 Συντ. θα μπορούσε να αναδιατυπωθεί ως εξής: «Έλληνες πολίτες που έχουν το εκλογικό δικαίωμα μπορούν ελεύθερα να ιδρύουν και να συμμετέχουν σε πολιτικά κόμματα, η εσωτερική οργάνωση και λειτουργία των οποίων οφείλει να ανταποκρίνεται στις θεμελιώδεις αρχές του δημοκρατικού πολιτεύματος, όπως εξειδικεύονται στο καταστατικό καθενός από αυτά».

η) Η όγδοη σκέψη αλλαγής αφορά το άρθρο 44 παρ. 2 του Συντάγματος και τον θεσμό του δημοψηφίσματος. Οι διαδικαστικές προϋποθέσεις για την προκήρυξη δημοψηφίσματος σύμφωνα με την παραπάνω συνταγματική διάταξη έχουν καταστρωθεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε πρακτικά σχεδόν να αποκλείεται η διεξαγωγή του, ειδικά μάλιστα μετά την αναθεώρηση του 1986. Ο θεσμός μπορεί και πρέπει να αναμορφωθεί έτσι ώστε να αποτελέσει πραγματικό αντίβαρο στην εξουσία αυτή και όργανο ελέγχου της από το εκλογικό σώμα. Ως πηγή έμπνευσης για μια παρόμοια αναμόρφωση θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί η παράγραφος 42 του Συντάγματος της Δανίας, που προβλέπει την πρόκληση αρνητικού νομοθετικού δημοψηφίσματος ως δικαίωμα της κοινοβουλευτικής μειοψηφίας.

ι) Η δέκατη επιμέρους παρέμβαση στο ισχύον συνταγματικό κείμενο θα έπρεπε λοιπόν να είναι η αναθεώρηση του άρθρου 90 του Συντάγματος. Θα ήταν χρήσιμη η προσθήκη ερμηνευτικής δήλωσης στην παρ. 5, με την οποία να διευκρινίζεται ότι δεν επιτρέπεται η θέσπιση περισσότερων της μιας ή δύο θέσεων αντιπροέδρου σε καθένα από τα τρία ανώτατα δικαστήρια. Ο ραγδαίος πολλαπλασιασμός των αντιπροέδρων των ανώτατων δικαστηρίων δεν εξυπηρετεί πραγματικές ανάγκες των τελευταίων, παρά μόνο την επιδίωξη των κυβερνώντων να ασκήσουν μεγαλύτερη επιρροή στη δικαιοσύνη, χρησιμοποιώντας συχνότερα το δέλεαρ της προαγωγής στις θέσεις εκείνες.

ια) Η ενδέκατη αλλαγή θα ήταν η προσθήκη νέας περίπτωσης η΄ στην παρ. 1 του άρθρου 98 του Συντάγματος, με την οποία να συμπεριληφθεί στις συνταγματικά κατοχυρωμένες αρμοδιότητες του Ελεγκτικού Συνεδρίου ο έλεγχος των οικονομικών των πολιτικών κομμάτων. Εξυπακούεται ότι, προκειμένου να έχει νόημα η προσθήκη αυτή θα πρέπει ο αρμόδιος σχηματισμός του Ελεγκτικού Συνεδρίου να υποστηριχθεί από εξειδικευμένο επιστημονικό υπαλληλικό προσωπικό και γενικότερα τη σχετική οργανωτική υποδομή.

ιβ) Η δωδέκατη ενδεδειγμένη αλλαγή είναι η ενίσχυση της συνταγματικής νομιμότητας με την ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου. Το υφιστάμενο σύστημα διάχυτου και παρεμπίπτοντος ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, με καταγωγή από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, αποτελεί προφανή αναχρονισμό. Πρέπει και στη χώρα μας να αντιληφθούμε ότι η συνέχιση της ύπαρξης ενός αντισυνταγματικού νόμου, μετά τη δικαστική διάγνωση της αντισυνταγματικότητας αυτής, αποτελεί μείζονα ανωμαλία, υπονομευτική της όλης έννομης τάξης, καθώς και ότι τα συνταγματικά δικαιοδοτικά έργα είναι δυσβάστακτα για τα χωρίς ειδίκευση δικαστήρια. Χρειαζόμαστε επομένως ένα ειδικό συνταγματικό δικαιοδοτικό όργανο, ανάλογο εκείνων που λειτουργούν με επιτυχία εδώ και δεκαετίες στη μεγάλη πλειονότητα των άλλων ευρωπαϊκών κρατών (όπως τα Συνταγματικά Δικαστήρια της Γερμανίας, Ιταλίας και Ισπανίας, το Συνταγματικό Συμβούλιο της Γαλλίας κ.λ.π.).

ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ: Αν κάποια στιγμή διαπιστωθεί ότι η βούληση της πλειοψηφίας του λαού είναι όχι απλά η αναθεώρηση του Συντάγματος αλλά η ριζική αλλαγή του, με ποιόν τρόπο θα μπορούσε να γίνει αυτό; Πρέπει υποχρεωτικά να αλλάξει το Σύνταγμα με επανάσταση, ή θα μπορούσε να αλλάξει με ένα δημοψήφισμα όπως συνέβη στη Γαλλία στην περίπτωση de Gaulle; Με ποιόν τρόπο θα μπορούσε να θεσπιστεί ένα νέο Σύνταγμα;

Κ. ΧΡΥΣΟΓΟΝΟΣ: «Ριζική αλλαγή» του Συντάγματος που γίνεται εκτός των ορίων της αναθεωρητικής λειτουργίας (άρθρο 110 Συντ.), δηλαδή αδέσμευτα, γίνεται από μία ιδιαίτερη εξουσία, τη συντακτική και σε ιδιαίτερες ιστορικές συγκυρίες. Τέτοιες είναι π.χ. η ίδρυση ενός νέου κράτους, το τέλος μιας περιόδου απολυταρχικής άσκησης της κρατικής εξουσίας ή η κατάργηση ενός παλιού Συντάγματος και η αντικατάσταση του από άλλο. Πρόκειται για περιπτώσεις βίαιων ρήξεων της πολιτειακής συνέχειας που θα μπορούσαν αδρομερώς να χαρακτηριστούν ως «επαναστάσεις». Εντός όμως του ισχύοντος συνταγματικού πλαισίου δεν μπορεί να νοηθεί «ριζική συνταγματική αλλαγή». Εξάλλου δεν βλέπω σε τι θα ωφελούσε η υπέρβαση των ορίων του άρθρου 110 του Συντάγματος και ιδίως του πυρήνα των μη αναθεωρητέων διατάξεων της παρ. 1. Προφανώς ούτε τον βασιλιά θέλουμε να επαναφέρουμε, ούτε τη διάκριση των εξουσιών να καταργήσουμε, ούτε την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας ή την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης κ.ο.κ.

ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ: Πώς κρίνετε το παράδειγμα της Ισλανδίας και τη δημιουργία Συνταγματικού κειμένου από τον ίδιο το λαό με δημόσια διαβούλευση και όχι από τους πολιτικούς;

Κ. ΧΡΥΣΟΓΟΝΟΣ:  Η άμεση, αδιαμεσολάβητη συντακτική εξουσία που εκπηγάζει απευθείας από Λαό αποτελεί την κορυφαία δημοκρατική έκφραση, διότι αποκαθιστά τον λαό ως κυρίαρχο και ως πηγή των εξουσιών. Δυστυχώς στις νεωτερικές μεταβιομηχανικές κοινωνίες δεν είναι πάντα εφικτή η παραγωγή νέου Συντάγματος χωρίς τη μεσιτεία αντιπροσώπων. Η καταφυγή στην αντιπροσώπευση αποτελεί έτσι μία τεχνική της νομιμοποίησης και μία πρακτική αναγκαιότητα.  Η περίπτωση της Ισλανδίας συνιστά δείγμα της ανεπτυγμένης δημοκρατικής και πολιτικής κουλτούρας του λαού της, και της χειραφέτησής της από μία ανάξια –κατά την άποψή των Ισλανδών πολιτών– πολιτική τάξη. Δεν είμαι βέβαιος ότι κάτι αντίστοιχο θα μπορούσε να γίνει στην ελληνική πραγματικότητα. Επιπλέον, παρά την κατάρρευση της πολιτικής τάξης, ο ελληνικός λαός δε φαίνεται να δείχνει προς το παρόν τάσεις απαγκίστρωσης από το κλασικό μοντέλο αντιπροσώπευσης, αφού η δυσαρέσκειά του εκδηλώνεται περισσότερο ως πίεση για την ανανέωση του πολιτικού προσωπικού ή ως μετατόπιση στον ιδεολογικοπολιτικό χώρο.

ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ: Σε περίπτωση κατάργησης ενός Συντάγματος και θέσπισης νέου, σύμφωνα με την άποψή σας υπάρχει ρήξη στη συνέχεια του συνταγματικού Δικαίου. Το νέο Δίκαιο είναι πρωτογενές μη δεσμευόμενο από το παλιό. Αν κάτι τέτοιο συμβεί στη χώρα μας, τί θα ισχύσει με τις διατάξεις του παλιού Συντάγματος που αφορούν ευθύνες πολιτικών προσώπων, όπως για παράδειγμα το άρθρο 86; Θα θεωρηθεί ότι υπάρχει συνέχεια Δικαίου και δεσμεύουν και το νέο Δίκαιο (όπως συμβαίνει  στην περίπτωση αναθεώρησης) και επομένως οι ευθύνες έχουν παραγραφεί;  Ή τα υπεύθυνα πολιτικά πρόσωπα ενδέχεται να κληθούν από τη Δικαιοσύνη να λογοδοτήσουν, όπως συνέβη στην περίπτωση της χούντας, σε σχέση με την μη ισχύ του Συντάγματος του 1952, όπως αποφάνθηκε τότε ο ΑΠ;

Κ. ΧΡΥΣΟΓΟΝΟΣ: Κατά γενική αρχή του δικαίου οι νέοι κανόνες (ακόμη και οι συνταγματικοί) καταλαμβάνουν στο πεδίο εφαρμογής τους έννομες σχέσεις και βιοτικά συμβάντα που έλαβαν χώρα μετά τη θέση αυτών σε ισχύ. Το αντίθετο, δηλαδή η ρυθμιστική κατάληψη από το νεοπαγές δικαιικό καθεστώς ήδη γεγονότων συμβάντων, θα ήταν δυνατό μόνο με ειδική πρόβλεψη (ρήτρα αναδρομικότητας) του νέου Συντάγματος. Αυτό όντας αδέσμευτο θα μπορούσε να περιέχει οποιαδήποτε ρύθμιση για την ποινική ευθύνη πολιτικών προσώπων, χωρίς να τίθενται ζητήματα ενδεχόμενης παραγραφής.

ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ: Ποιά είναι η θέση σας σχετικά με τα δημοψηφίσματα κατόπιν λαϊκής πρωτοβουλίας ή προτάσεις νόμων κατόπιν λαϊκής πρωτοβουλίας; Πιστεύετε ότι θα πρέπει ή όχι να περιληφθούν στην επόμενη αναθεώρηση ή σε ένα νέο Σύνταγμα;

Κ. ΧΡΥΣΟΓΟΝΟΣ: Πιστεύω ότι η απάντηση στη θεσμική και πολιτειακή κρίση (εν μέρει ως απότοκο της δημοσιονομικής) βρίσκεται στην εμβάθυνση της δημοκρατίας και τον εκδημοκρατισμό των πολιτικών μας θεσμών. Η επάνοδος στην τρωθείσα δημοκρατική κανονικότητα μπορεί να γίνει μόνο μέσω της αποδέσμευσης της εξουσίας που οι κυβερνώσες πλειοψηφίες σφετερίστηκαν από το Λαό. Στο πλαίσιο αυτό, δημοψηφίσματα και προτάσεις νόμων κατόπιν λαϊκής πρωτοβουλίας είναι ακριβώς ένα τέτοιο μέσο πρόσφορο να επιτύχει τη δημοκρατική αναγέννηση.

ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ: Πιστεύετε ότι το Σύνταγμα θα πρέπει να ορίσει δεσμευτικά ένα ελάχιστο τρόπο δημοκρατικής οργάνωσης των κομμάτων (εκλογή αρχηγού, εκλογή υποψηφίων βουλευτών, υποψηφίων για την Τοπική Αυτοδιοίκηση κ.λ.π.), καθώς και τρόπους οικονομικής διαχείρισης και διαφάνειας, ή θα πρέπει να παραμείνουν τα πράγματα όπως είναι σήμερα;

Κ. ΧΡΥΣΟΓΟΝΟΣ: Είναι κοινός τόπος ότι το υφιστάμενο συνταγματικό πλαίσιο, με την επιλογή του νομοθέτη να απόσχει ουσιαστικά από τη ρύθμιση του κομματικού φαινομένου, στάθηκε ανεπαρκές να εξασφαλίσει τη δέουσα διαφάνεια και την ομαλότητα του πολιτικού βίου. Τα κόμματα –ιδίως τα δύο πρώην μεγάλα- τράπηκαν γρήγορα σε θύλακες διαφθοράς και παντός είδους αθέμιτης συνδιαλλαγής, αναπαράγοντας με την άνοδό τους στην εξουσία τις διαλυτικές συνθήκες δημοκρατικής και θεσμικής έκπτωσης. Ενώ λοιπόν η συνταγματική επιλογή κινήθηκε με το «δημοκρατικό» κριτήριο της αυτορρύθμισης, εντούτοις η  κατάληξη εν τοις πράγμασι ήταν ο σχηματισμός πυκνών, αδιαφανών πελατειακών πυραμίδων σε όλο το φάσμα της δημόσιας ζωής. Υπό τις συνθήκες αυτές είναι αναγκαία η παρέμβαση του συνταγματικού νομοθέτη και η θέσπιση ενός βασικού κορμού ρυθμίσεων προκειμένου να διασφαλιστεί η δημοκρατική λειτουργία των κομμάτων. Πυλώνας εξάλλου είναι ασφαλώς η διαφάνεια περί την οικονομική διαχείριση. Αυτή θα μπορούσε να επιτευχθεί μέσω της ανάθεσης του ελέγχου των οικονομικών των κομμάτων σε επιτροπή απαρτιζόμενη κατά πλειοψηφία από δικαστικούς λειτουργούς (και όχι όπως μέχρι σήμερα από βουλευτές, όπου ελεγκτής και ελεγχόμενος ταυτίζονται), ο έλεγχος της τηρήσεως του ορίου προεκλογικών δαπανών, η υποχρεωτική ονομαστικοποίηση των εισφορών και χορηγιών, η απαγόρευση τραπεζικού δανεισμού με εγγύηση μέλλουσα να ληφθεί κρατική επιχορήγηση κ.ά. Η κύρωση για παραβιάσεις της διαφάνειας θα μπορούσε να είναι η ολική ή μερική (ανάλογα με η βαρύτητα της κάθε παραβίασης) στέρηση της κρατικής επιχορήγησης.

ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ: Πριν μερικές εβδομάδες, σε μια δημοσκόπηση από την εταιρεία «Κάπα Research» για λογαριασμό της εφημερίδας «ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ», υπήρχε και ένα ερώτημα σχετικά με τον τρόπο εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας. Οι απαντήσεις ήταν α) Να εκλέγεται απευθείας από το λαό: 74,1%, β) Να συνεχίσει να εκλέγεται από τη Βουλή: 18,7% και γ) ΔΓ/ΔΑ: 7,2%. Με ποιόν τρόπο πιστεύετε ότι θα πρέπει να εκλέγεται ο ΠτΔ; Θα πρέπει να επιστρέψουν πίσω οι αρμοδιότητες που του αφαιρέθηκαν με την αναθεώρηση του 1986;

Κ. ΧΡΥΣΟΓΟΝΟΣ: Κατά τη γνώμη μου υπάρχουν θεσμικά αντίβαρα προσφορότερα να πετύχουν την εξέλεγξη της κρατικής αυθαιρεσίας, η ενδυνάμωση των οποίων θα πρέπει να επιδιωχθεί. Πρωτίστως πρόκειται για την δικαστική εξουσία που παρότι τα τελευταία χρόνια έχει γνωρίσει μία θεσμική απαξίωση, θα μπορούσε μεταρρυθμιζόμενη να εξασφαλίσει με όρους αποτελεσματικότητας την κύρωση των παρανομιών και την επάνοδο στη δημοκρατική νομιμότητα (π.χ. ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου).

ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ: Όλοι πλέον διαπιστώνουμε ότι η σημερινή κυβέρνηση παραβιάζει κατά συρροή το Σύνταγμα ή κινείται στα ακρότατα όριά του. Στην ουσία κινείται στα όρια (ή και τα υπερβαίνει) της αρχής της νομιμότητας και ασπάζεται ήδη ανοιχτά την αρχή της σκοπιμότητας. Μέχρι ποιό σημείο μπορεί μια κυβέρνηση να παραβιάζει και να αγνοεί το Σύνταγμα και τη νομιμότητα, χωρίς να αναιρείται η νομιμοποίηση της ίδιας της εξουσίας της; Ποιά μπορεί να θεωρηθεί «κόκκινη γραμμή» απονομιμοποίησης μιας τέτοιας κυβέρνησης;

Κ. ΧΡΥΣΟΓΟΝΟΣ: Η κυβέρνηση δεν μπορεί να παραβιάζει και να αγνοεί το Σύνταγμα, αυτή είναι η μοναδική κόκκινη γραμμή. Είναι διαφορετικό το ότι ως λαός έχουμε αποκτήσει ανοσία στην καταπάτηση της νομιμότητας με την επίκληση ενός μεταφυσικού σχεδόν επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος. Η ωμότητα και κυνικότητα των παραβιάσεων, ιδίως σε συνδυασμό με την συχνότητα και την έντασή τους έχουν διαρρήξει τη νομιμοποιητική σχέση που πηγάζει από την εκπεφρασθείσα λαϊκή βούληση, το Σύνταγμα. Σε οντολογικό επίπεδο η κυβέρνηση είναι απονομιμοποιημένη, το απλώς συμβαίνον όμως είναι ότι δεν υπάρχει θεσμοποιημένος μηχανισμός για τη διαπίστωση της απονομιμοποίησης, περιοδικά ίσως μόνο μέσω των εκλογών. Γιατί κατά τα άλλα η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, και η διαπίστωση της απονομιμοποίησης είναι μία extra legem πολιτική πράξη.

Ο Κώστας Χρυσόγονος απαντά στις ερωτήσεις της Πρωτοβουλίας

Ένα σχόλιο στο Ο Κώστας Χρυσόγονος απαντά στις ερωτήσεις της Πρωτοβουλίας

  • 18/01/2013 στο 7:29 μμ
    Σύνδεσμος

    Καλησπέρα σας. Είμαι καινούργιος στην παρέα σας και έχω να σας θέσω κάποιους προβληματισμούς. Καταρχάς, ως Έλλην είμαι δημοκράτης και θεωρώ ότι έχουμε το δημοκρατικότερο Σύνταγμα του κόσμου!!! Ο Ελληνικός λαός είναι πραγματικά ο Κυρίαρχος στον τόπο του και έχει την δυνατότητα να επιβληθεί σε όλες της εξουσίες με τον δημοκρατικότερο τρόπο, την ψήφο του.

    Στο α110του Σ κατοχυρώνεται η λαϊκή αρχή απαγορεύοντας ρητά την αναθεώρηση διατάξεων καθοριστικών της δημοκρατικής μορφής του πολιτεύματος.
    Αρθρο 110.
    1. Οι διατάξεις του Συντάγματος υπόκεινται σε αναθεώρηση, εκτός από
    εκείνες που καθορίζουν τη βάση και τη μορφή του πολιτεύματος, ως
    Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, καθώς και από τις
    διατάξεις των άρθρων 2 παράγραφος 1, 4 παράγραφοι 1, 4 και 7, 5
    παράγραφοι 1 και 3, 13 παράγραφος 1 και 26.

    Η νομική κατοχύρωση της δημοκρατικής αρχής του πολιτεύματος πραγματοποιείται στο
    Άρθρο 1 του Συντάγματος 1. Το πολίτευμα της Ελλάδας είναι Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία.
    Η δημοκρατική αρχή συγκεκριμενοποιείται στις παραγράφους 2 και 3 του α. 1 του Σ
    2. Θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία.
    3. Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα.
    Η διατύπωση του ισχύοντος Συντάγματος παρουσιάζει δύο ουσιώδεις εννοιολογικές θεωρήσεις για την έννοια του λαού.
    Α) Με την στενή έννοια, ως όργανο της πολιτείας (Εκλογικό Σώμα).
    Ο λαός ασκεί εξουσία όπως ορίζουν οι διατάξεις των παρ. 3, 5 α. 51 του Σ, που εξασφαλίζουν την πλατιά αναγνώριση του εκλογικού δικαιώματος και του α 52 του Σ που εγγυώνται την ελεύθερη και ανόθευτη εκδήλωση της λαϊκής θελήσεως ως έκφραση της λαϊκής Κυριαρχίας. Ο λαός με την στενή έννοια, ως εκλογικό σώμα, δεν μπορεί να θεωρηθεί πολιτική ενότητα. Αντιθέτως, η αναγνώριση των πολιτικών κομμάτων α.29 του Σ ως παράγοντας διαμόρφωσης της πολιτικής βούλησης του λαού, δείχνει πως το Σύνταγμα δέχεται την αρχή της πλειοψηφίας ως το μόνο δυνατό κανόνα με τον οποίο η λαϊκή κυριαρχία μπορεί να πάρει την μορφή συγκεκριμένης πολιτικής απόφασης. Από αυτό προκύπτει πως η πραγματικότητα των κοινωνικών αντιθέσεων ανήκει στην ηθελημένη (πολυφωνία) συνταγματική ομαλότητα. Ο λαός δηλαδή, κατά την διενέργεια των εκλογών, εκφράζει δια της ψήφου του ποιο πολιτικό κόμμα τον εκφράζει. Το πολιτικό κόμμα που θα πλειοψηφήσει είναι αυτό που λαμβάνει την λαϊκή εντολή για να σχηματίσει κυβέρνηση, όπως ο εκάστοτε εκλογικός νόμος ορίζει.

    Β) Υπό την ευρεία έννοια ο λαός εμφανίζεται 1. ως πηγή κάθε εξουσίας 2.ως φορέας κάθε εξουσίας 3. η παρεμβολή της φράσης υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους, δηλαδή η ταυτόχρονη αναφορά στον λαό και στο έθνος αποτελεί κατευθυντήριο κριτήριο άσκησης εξουσίας.
    Δηλώνει ότι όλες οι εξουσίες που πηγάζουν από τον λαό οφείλουν να έχουν γνώμονα την μέγιστη ωφέλεια για αυτόν και το Έθνος. Ποιος είναι συνταγματικά αρμόδιος να το κρίνει αυτό; Ο ίδιος ο κυρίαρχος λαός με την ψήφο του.
    Έτσι λοιπόν ο λαός, υπό την ευρεία έννοια, εκφράζει μια ιδεατή πολιτική ενότητα (Συνταγματολόγος Δ. Τσάτσος, Βιβλ. Θεμελιώδεις αρχές του συνταγματικού δικαίου). Ο λαός έχει την κυρίαρχη εξουσία και δύναται να εξετάσει και κρίνει το κατά πόσο οι εξουσίες που πηγάζουν από αυτόν ασκούνται υπέρ αυτού και του Έθνους. Δρώντας ελεγκτικά έναντι του πολιτικού συστήματος μετεξελίσσεται σε κυρίαρχη πολιτική ενότητα. Στην περίπτωση αυτή δεν εννοούμε ότι ο λαός, ως πηγή και φορέας εξουσίας, εξετάζει και κρίνει την νομιμότητα των αποφάσεων ή την συνταγματικότητα τον νόμων (αρμοδιότητα δικαστηρίων) της εκλεγμένης Κυβερνητικής πλειοψηφίας, αλλά το κατά πόσο οι αποφάσεις αυτές και οι νόμοι ωφελούν τον κυρίαρχο λαό και το ελληνικό έθνος (πχ μεταναστευτική πολιτική, οικονομική πολιτική, νόμος περί ευθύνης υπουργών κλπ). Είναι ο συνταγματικά αρμόδιος να το πράξει. Με αυτό το κριτήριο εξετάζει και κρίνει την συνολική εικόνα όλων των πολιτικών κομμάτων και των πολιτικών που αυτά ασπάζονται, για την διακυβέρνηση της χώρας. Αν θεωρήσει ότι δεν τον ικανοποιούν τότε ως πηγή και κυρίαρχος φορέας εξουσίας μπορεί να τους αποδοκιμάσει, να τους αποκηρύξει και να τους καταργήσει ως διεκδικητές της εξουσίας. Πως μπορεί να γίνει αυτό; Συνταγματικά αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την διεξαγωγή εκλογών και την πλειοψηφική χρήση του λευκού ψηφοδελτίου.

    Όταν πάνω από το 50%(πλειοψηφική αρχή) του Εκλογικού Σώματος επιλέξει την λευκή ψήφος, ως ελεύθερο τρόπο έκφρασης 52 Σ, τότε οι εξουσίες (πχ πολιτική εξουσία) που πηγάζουν από αυτόν και υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους δεν δύναται να ασκηθούν από τα συμμετέχοντα στις εκλογές πολιτικά κόμματα. Υπάρχει σαφή λαϊκή εντολή που απορρίπτει την κατάληψη και άσκηση της εξουσίας από τα υπάρχοντα πολιτικά κόμματα. Υπάρχει σαφή λαϊκή εντολή προς όλες τις εξουσίες του δημοκρατικού μας πολιτεύματος για αυτή την αμετάκλητη βούληση του Κυρίαρχου λαού. Δηλώνει, με τον ποιο ξεκάθαρο τρόπο, ότι δεν επιτρέπει τις εξουσίες που πηγάζουν από αυτόν να τύχουν αντιπροσώπευσης από τα υπάρχοντα πολιτικά κόμματα. Απορρίπτει ως ακατάλληλους όλους τους διεκδικητές των πολιτικών κομμάτων. Η ακαταλληλότητα αυτή μπορεί να τεκμαίρεται τόσο από την ως τώρα πολιτική ηθική και πρακτική των συμμετεχόντων στα πολιτικά δρώμενα της χώρας και από τις επιπτώσεις που μπορεί αυτές να είχαν στον λαό και στο έθνος, όσο και από την αποδοκιμαστέα, από τον λαό, πολιτική προοπτική που πρεσβεύουν. Αυτή την λαϊκή εντολή αποκήρυξης όλων των πολιτικών κομμάτων, λαμβάνει και ο ΠτΔ ως ρυθμιστής του πολιτεύματος (α. 30 του Σ) από τον Κυρίαρχο Λαό. Αυτή την λαϊκή εντολή υποχρεούται να εφαρμόσει άρθρο 49. Δεν δύναται ο ΠτΔ να παραβιάσει την ρητή λαϊκή εντολή του Κυρίαρχου λαού για διάλυση των πολιτικών κομμάτων και να προχωρήσει στον σχηματισμό Κυβέρνησης από το πλειοψηφούν πολιτικό κόμμα της μειοψηφίας του λαού. Δεσμεύεται από το α. 120 παρ.3 του Σ .

    Αν γνώριζε την δύναμή του ο λαός τότε κανείς δεν θα τολμούσε να τον ‘παραμυθιάσει’.

    Απάντηση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

16  +    =  17